- λογιστήριο
- το (Α λογιστήριον) [λογιστής]νεοελλ.1. γραφείο ή τμήμα δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης, όπου τηρούνται τα λογιστικά βιβλία και διεξάγεται η λογιστική υπηρεσία («πρέπει να πάτε στο λογιστήριο να πληρωθείτε»)2. φρ. «Γενικό Λογιστήριο» — η διεύθυνση δημόσιου λογιστικού, η ανώτατη λογιστική αρχή τού κράτουςαρχ.1. τόπος στην αρχαία Αθήνα όπου συνεδρίαζαν οι λογιστές («ὅσων εὐθῡναί τινές εἰσι κατεγνωσμέναι ἐν τοῑς λογιστηρίοις ὑπὸ τῶν εὐθύνων καὶ τῶν παρέδρων», Ανδ.)2. αρχείο3. τόπος φιλοσοφικών συζητήσεων4. αβάκιο, αριθμητήριο πάνω στο οποίο εκτελούσαν αριθμητικές πράξεις5. δικαστήριο6. στον πληθ. τὰ λογιστήριααυτά που εξέταζαν τους λογαριασμούς, οι λογιστές.
Dictionary of Greek. 2013.